διαπράττεται

διαπράττεται
διαπράσσω
pass over
pres ind mp 3rd sg (attic)
διαπρά̱ττεται , διαπράσσω
pass over
pres ind mp 3rd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …   Dictionary of Greek

  • αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …   Dictionary of Greek

  • κατείργω — κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α) 1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.) 2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • νυκτοκλοπή — η κλοπή που διαπράττεται στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”